Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐμποδοστατέω-ῶ
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποδο·στάτης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] qui barre le chemin, qui fait obstacle,
Spt.
1 Par.
2, 7
.
Étym.
ἐμποδών, ἵστημι
.