ἐμπροθέσμως

ἐμπροίκιος

ἐμπρομελετάω-ῶ
ἐμ·προίκιος, ος, ον, qui concerne la dot : τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10, etc. la dot.
Étym. ἐν, προΐξ.