ἐμπροίκιος

ἐμπρομελετάω-ῶ

ἔμπροσθε
ἐμ·προ·μελετάω-ῶ, s’exercer d’avance à, dat. Phil. 1, 521 ; 2, 90.
Étym. ἐν, πρό, μ.