ἐμπρόσθιος

ἐμπροσθόκεντρος

ἐμπροσθοτονία
ἐμπροσθό·κεντρος, ος, ον, muni d’un aiguillon par devant, Arstt. H.A. 1, 5, 12.
Étym. ἔμπροσθε, κέντρον.