ἐμπροσθόκεντρος

ἐμπροσθοτονία

ἐμπροσθοτονικός
ἐμπροσθοτονία, ας () spasme qui fait raidir le corps en avant, C. Aur. M. ac. 3, 6.
Étym. ἐμπροσθότονος.