ἐμπροσθουρητικός

ἐμπροσθοφανής

ἐμπρόσωπος
ἐμπροσθο·φανής, ής, ές [] qui se montre par devant, Gal. de Fasc. 18-1, 820.
Étym. ἔ. φαίνω.