ἐμπροσθότονος

ἐμπροσθουρητικός

ἐμπροσθοφανής
ἐμπροσθ·ουρητικός, ή, όν, qui urine par devant, Arstt. H.A. 3, 1, 3.
Étym. ἔ. οὐρέω.