ἐμπροσθοτονικός

ἐμπροσθότονος

ἐμπροσθουρητικός
ἐμπροσθό·τονος, ος, ον, dont le corps se raidit en avant par un spasme, Hpc. 491, 561 ; Arét. Caus. m. acut. 1, 6.
Étym. ἔμπροσθε, τείνω.