ἔμπρησις

ἐμπρησμός

ἐμπρηστής
ἐμπρησμός, οῦ () incendie, DH. 2, 745 Reiske ; Plut. M. 824e ; Arr. Epict. 3, 13, 10.
Étym. ἐμπίπρημι.