ἐμπρήθω

ἔμπρησις

ἐμπρησμός
ἔμπρησις, εως () action d’incendier, incendie, Hdt. 8, 55 ; Plat. Rsp. 470a ; au plur. Eschn. 76, 3.
Étym. ἐμπίπρημι.