ἐμπυρεύω

ἐμπυριϐήτης

ἐμπυρίζω
ἐμ·πυρι·ϐήτης, ου [ῠῐ] adj. m. qui va sur le feu, Il. 23, 702.
Étym. ἐν, πῦρ, βαίνω.