ἐγχειριστέον

ἐγχειρογάστωρ

ἐγχειρόομαι-οῦμαι
ἐγ·χειρο·γάστωρ, gén. ορος, qui vit du travail de ses mains, Ath. 4d.
Étym. ἐν, χείρ, γαστήρ.