ἐγχειρογάστωρ

ἐγχειρόομαι-οῦμαι

ἐγχειροτονέω-ῶ
ἐγ·χειρόομαι-οῦμαι, prendre en main, se charger de, acc. DC.
Étym. ἐν, χείρ.