ἐγχειρόομαι-οῦμαι

ἐγχειροτονέω-ῶ

ἐγχειρουργέω-ῶ
ἐγ·χειροτονέω-ῶ (pl. q. pf. pass. 3 sg. ἐνεχειροτόνητο) élire en levant la main, élire, DC. 41, 39.
Étym. ἐν, χ.