ἐγχελυωπός

ἐγχεσίμωρος

ἐγχεσίχειρ
ἐγχεσί·μωρος, ος, ον [] à la lance furieuse, Il. 2, 692, Od. 3, 188 ||
Cp. -ότερος, Anth. 11, 16.
Étym. ἔγχος, μωρός ; cf. ἰόμωρος.