ἐνεχυρασία

ἐνεχύρασμα

ἐνεχυρασμός
ἐνεχύρασμα, ατος (τὸ) [] gage, nantissement, Spt. Ex. 22, 26 ; Ezech. 33, 15.
Étym. ἐνεχυράζω.