ἐνενηκονταετής

ἐνενηκοντάπηχυς

ἐνενηκοντούτης
ἐνενηκοντά·πηχυς, gén. εος (ὁ, ἡ) de quatre-vingt-dix coudées, Ath. 201e.
Étym. ἐ. πῆχυς.