ἐνεργέω-ῶ

ἐνέργημα

ἐνεργής
ἐνέργημα, ατος (τὸ) acte, effet, opération, Pol. 2, 42, 7 ; 4, 8, 7 ; DS. 4, 51, etc. ; p. opp. à πάθος, Sext. 67, 14 Bkk.
Étym. ἐνεργέω.