ἔγγαμος

ἐγγαστριμάχαιρα

ἐγγαστρίμυθος
ἐγ·γαστρι·μάχαιρα, ας () [ῐμᾰ] qui a un couteau dans le ventre, sobriquet d’une femme gloutonne, Hippon. (Ath. 698c).
Étym. ἐν, γαστήρ, μάχαιρα.