ἐγγειότοκος

ἐγγειόφυλλος

ἐγγείσωμα
ἐγγειό·φυλλος, ος, ον, dont les feuilles rampent à terre, Th. H.P. 6, 6, 7.
Étym. ἔγγειος, φύλλον.