ἔγγειος

ἐγγειότοκος

ἐγγειόφυλλος
ἐγγειό·τοκος ou ἐγγεό·τοκος, ος, ον, qui naît dans le sein de la terre, Th. H.P. 1, 6, 9.
Étym. ἔγγειος, τίκτω.