ἐνιαυτός

ἐνιαυτοφανής

ἐνιαυτοφορέω-ῶ
ἐνιαυτο·φανής, ής, ές [φᾰ] qui paraît chaque année, Ptol. Appar. 6, p. 9, l. 18.
Étym. ἐνιαυτός, φαίνω.