ἐνιαυτοφανής

ἐνιαυτοφορέω-ῶ

ἐνιαύω
ἐνιαυτο·φορέω-ῶ, porter des fruits tous les ans, Th. H.P. 3, 4, 1.
Étym. ἐνιαυτός, φορέω.