ἐγκαινίζω

ἐγκαίνισις

ἐγκαινισμός
ἐγκαίνισις, εως () [ῐσ] consécration, Spt. Num. 7, 88 (var. ἐγκαίνωσις).
Étym. ἐγκαινίζω.