ἐγκαίνισις

ἐγκαινισμός

ἐγκαίνωσις
ἐγκαινισμός, οῦ ()
1 consécration, Spt. 1 Macc. 4, 59 ; 2 Par. 7, 9 ; Num. 7, 10 ||
2 régénération, Bas. de Pœnit. p. 619.
Étym. ἐγκαινίζω.