ἐγκαλλωπίζομαι

ἐγκαλλώπισμα

ἐγκαλοσκελεῖς
ἐγκαλλώπισμα, ατος (τὸ) ornement, Thc. 2, 62.
Étym. ἐγκαλλωπίζομαι.