ἐγκαλλώπισμα

ἐγκαλοσκελεῖς

ἐγκαλυμμός
ἐγ·καλο·σκελεῖς (οἱ) [] qui ont les jambes entravées, Com. (Com. fr. 4, 635).
Étym. ἐν, κᾶλον, σκέλος.