Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐγκαλοσκελεῖς
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυμμός,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰ
] affublement,
Ar.
Av.
1496
conj.
Étym.
ἐγκαλύπτω
.