ἐγκανάσσω

ἐγκαναχάομαι-ῶμαι

ἐγκάνθιος
ἐγ·καναχάομαι-ῶμαι [ᾰνᾰ] (ao. poét. ἐγκαναχήσατο ; conj. ἐγκαγχάσατο) souffler avec bruit dans, dat. Thcr. Idyl. 9, 27.
Étym. ἐν, καναχή.