ἐγκαταϐυσσόω-ῶ

ἐγκαταγέλαστος

ἐγκαταγηράσκω
ἐγ·καταγέλαστος, ος, ον, exposé aux risées, ridicule, Eschn. 64, 31 dout.
Étym. ἐν, κ.