ἐγκαταγηράσκω

ἐγκαταγηράω-ῶ

ἐγκαταγράφω
ἐγ·καταγηράω-ῶ (impf. 3 pl. ἐγκατεγήρων) c. le préc. Thém. 232c.
Étym. ἐν, κ.