ἐγκατάληψις

ἐγκαταλιμπάνω

ἐγκαταλογίζομαι
ἐγ·καταλιμπάνω [ᾰν] (seul. prés.) abandonner, Hpc. Aph. 1244 ; Arstt. Rhet. 1, 10, 4.
Étym. ἐν, κ.