ἐγκαταληπτικός

ἐγκατάληψις

ἐγκαταλιμπάνω
ἐγκατάληψις, εως ()
1 action de cerner, d’enfermer, Thc. 5, 72 ||
2 principes d’un art, Artém. 315 Reiff.
Étym. ἐγκαταλαμϐάνω.