ἐγκαταλοχίζω

ἐγκαταμένω

ἐγκαταμίγνυμι
ἐγ·καταμένω, rester ou séjourner dans, dat. Th. H.P. 1, 3, 4 ; Hld. 1, 33 ; 2, 12 ; 5, 33 ; 7, 9 ; etc.
Étym. ἐν, κ.