ἐγκατάντλησις

ἐγκαταπαίζω

ἐγκαταπάλλομαι
ἐγ·καταπαίζω (seul. prés.) se jouer de, dat. Spt. Job 40, 14 ; 41, 24 ; Chrys. 1, 950.
Étym. ἐν. κ.