ἐγκαταπαίζω

ἐγκαταπάλλομαι

ἐγκαταπήγνυμι
ἐγ·καταπάλλομαι (ao. 2, 3 sg. ἐγκατέπαλτο) lancer dans, dat. Opp. H. 4, 661.
Étym. ἐν, κ.