ἐγκαταφλέγω

ἐγκαταφυσάω-ῶ

ἐγκαταφυτεύω
ἐγ·καταφυσάω-ῶ (impér. ao. -φύσησον) [] souffler dans ou sur, Hippiatr. p. 87.
Étym. ἐν, κ.