ἐγκαταφυσάω-ῶ

ἐγκαταφυτεύω

ἐγκαταφύω
ἐγ·καταφυτεύω (part. ao. -εύσαντας) [φῠ] planter dans, dat. Clém. 13.
Étym. ἐν, κ.