ἐγκαταπίνω

ἐγκαταπίπτω

ἐγκαταπλέκω
ἐγ·καταπίπτω (f. -πεσοῦμαι, etc. v. ci-dessous) tomber dans ou sur, dat. A. Rh. 3, 655 (ao. poét. 3 sg. ἐνικάππεσεν) ; Nyss. 2, 820a (-καταπίπτουσαι).
Étym. ἐν, κ.