ἐγκαταπίμπρημι

ἐγκαταπίνω

ἐγκαταπίπτω
ἐγ·καταπίνω (part. ao. pass. ἐγκαταποθείς) engloutir, Phil. 1, 455 ; 2, 300.
Étym. ἐν, κ.