Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐγκαταρράπτω
ἐγκαταρριζόω-ῶ
ἐγκαταρρίπτω
ἐγ·καταρριζόω-ῶ
(
ao. 3 pl.
ἐγκατερρίζωσαν
) enraciner dans,
Bas.
2, 217
c
.
Étym.
ἐν, κ.