ἐγκαταρριζόω-ῶ

ἐγκαταρρίπτω

ἐγκατασϐέννυμι
ἐγ·καταρρίπτω (prés. pass. -ρρίπτεται) précipiter dans, Hld. 9, 5.
Étym. ἐν, κ.