ἐγκατασήπομαι

ἐγκατασκευάζω

ἐγκατάσκευος
ἐγ·κατασκευάζω (impf. ἐγκατεσκεύαζον) disposer dans, organiser dans, dat. DS. 1, 54 ; ou ἐν et le dat. DS. 16, 54, etc.
Étym. ἐν, κ.