ἐγκατασϐέννυμι

ἐγκατασήπομαι

ἐγκατασκευάζω
ἐγ·κατασήπομαι (ao. 2, 3 sg. ἐγκατεσάπη) se pourrir, Stob. Fl. 2, 95.
Étym. ἐν, κ.