ἐγκατάσκηψις

ἐγκατασκιρρόω-ῶ

ἐγκατασπάω-ῶ
ἐγ·κατασκιρρόω-ῶ (pf. pass. part. -κατεσκιρρωμένας) rendre squirreux, Hipparch. (Stob. 3, 342).
Étym. ἐν, κ.