ἐγκάθισμα

ἐγκαθισμάτιον

ἐγκαθισμός
ἐγκαθισμάτιον, ου (τὸ) [μᾰ] petit bain de siège, Moschion Mul. pass. 35, p. 15.
Étym. dim. du préc.