ἐγκαθισμάτιον

ἐγκαθισμός

ἐγκαθιστέον
ἐγκαθισμός, οῦ () hésitation ou halte de la parole avant certains sons, DH. Dem. 43.
Étym. *ἐγκαθίζω, de ἐν, κ.