ἐγκαθορμίζομαι

ἐγκαθόρμισις

ἐγκαθυϐρίζω
ἐγκαθόρμισις, εως () [μῐ] entrée dans le port, Arr. An. 1, 18, 9.
Étym. ἐγκαθορμίζομαι.