ἐγκαθοράω-ῶ

ἐγκαθορμίζομαι

ἐγκαθόρμισις
ἐγ·καθορμίζομαι, f. ίσομαι, entrer dans le port, en parl. de navires, Thc. 4, 1 ; en parl. de pers. DC. 48, 49.
Étym. ἐν, κ.