Ἐγκέλαδος

ἐγκέλευσις

ἐγκέλευσμα
ἐγκέλευσις, εως () exhortation, Str. 13, 1, 35 Kram. ; Dysc. Synt. 258, 20 ; Thém. 232b.
Étym. ἐγκελεύω.